EnglishGreekItalian

Παραλία Πετανοί

Της παραλίας των Πετανών, το αφούγκρασμα

Στη δυτική πλευρά της νήσου Κεφαλληνίας και στη χερσόνησο της Παλικής, κοντά στον όρμο Ορθολίθια, βρίσκεται η παραλία των Πετανών. Ο δρόμος που οδηγεί σε αυτήν, είναι αυτός της Ανωγής και περνά από τα χωριά: Αγία Θέκλη, Βιλατώρια, που επίσης συναντά σε διχάλα τον άλλο δρόμο, από την Κοντογεννάδα και τις Βώβικες και οδηγούν τον επισκέπτη στον φιδίσιο κατήφορο των Πετανών. Βέβαια, υπάρχει και ο δρόμος που οδηγεί στο Λιβάδι, δηλαδή στην οδική κεντρική αρτηρία της Παλικής.

Κατεβαίνοντας το δρόμο για τους Πετανούς, τις ατέλειωτες στροφές, εκείνη του Γοργορίνη και τη μεγάλη στροφή, όπως τη λένε, θαυμάζεις το άνοιγμα των γύρω ορεινών όγκων, που δημιουργούν κατηφόριες από αρμάκια και μικρά χωμάτινα σκαλοπάτια, και στο φίλημα με τη θάλασσα ο καμβάς δένει ασπρογάλανος.

Σε τόξο περίπου 850 μέτρων, τραβά το μήκος της παραλίας των Πετανών, και ποικίλει στο ασπριδερό μωσαϊκό της στο μέγεθος των ψηφίδων που τη συνθέτουν. Καθώς κατεβαίνεις από ψηλά τις στροφές του δρόμου, αν είναι πρωί, και αντικρίζεις τους Πετανούς, νιώθεις πως η θάλασσα είναι σπίρτο μπλε (οινόπνευμα), που παίζει με χίλιες αποχρώσεις και που οφείλονται στα θαλάσσια ρεύματα που έχει η περιοχή.

Η παραλία είναι αρκετά πλατιά, ιδιαίτερα στο μέσο της και κλείνει τα πλάτη της προς στις άκρες, εκεί που υψώνονται οι πλαγιές πιο ρωμαλέες. Τις κατηφόριες κουρτίνες των βράχων, που περιτριγυρίζουν τους Πετανούς, ντύνουν μέσα στο πράσινο, μυριάδες φυτικές κλωστές και άνθη. Και στο πέρασμα από τα γουλιά προς το πράσινο, θα συναντήσεις από καφέ χρωματισμούς έως τα μεγάλα κηροπήγια κι άλμπουρα, από τους αθάνατους που τρέφονται με της αλμύρας το γάλα.

Το πέτρωμα είναι αυτό, που σε συνεργασία με τη θάλασσα, μέσα στους αιώνες, δημιούργησαν τη λευκή παραλία. Όλη η περιοχή αυτή της Παλικής έχει ασβεστολιθικό πέτρωμα και καθώς το κύμα το μάχεται, ασπρίζει και γαλακτώνει τη θαλάσσια περιοχή. Το αεικίνητο και φυσικό αυτό πάλεμα που χρόνια τώρα εκεί γίνεται, συνεχίζει να μεγαλώνει την παραλία και εμείς να απολαμβάνουμε την ομορφιά της.

Το πέτρωμα ανήκει στη Μεσοζωική περίοδο, όταν η Παλική πρόβαλε από τη θάλασσα ως τεκτονικό κέρας, του οποίου ο άξονας ταυτίζεται με την ορεοράχη των ασβεστολιθικών υψωμάτων: Βουνό, Βιλατώρια, Άγιος Γεώργιος και Αθέρας.

Ως συνέχεια της παραλίας των Πετανών είναι και η παραλία της Αγίας Ελένης, προς νότια και δυτικά των Πετανών. Τα πετρώματα των ορεινών τειχών που αγκαλιάζουν και ορίζουν τους Πετανούς, δε συγκρατούνε τα όμβρια ύδατα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές πηγές και να κατασταλάζουν το νέρινο αίμα τους στα άσπρα βότσαλα της παραλίας.

Πολλές φορές έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της αποκόλλησης βράχων και χωμάτινων όγκων, που πέφτουν με ορμή στα γουλιά της παραλίας, αφού δε μπορούσαν να κρατήσουν το βάρος του νερού. Έχει δε, παρατηρηθεί και κατολίσθηση σε μέρος προς τη θάλασσα.

Όταν σταθείς στην ασπριδερή παραλία των Πετανών, κοιτάζοντας τη θάλασσα, βλέπεις από αριστερά τη γλώσσα στεριάς, που λέγεται του Αγίου Ανδρέα και με την απέναντί της προς τα δεξιά, της κυρα – Άννας, (λέγεται Παπούτσι από τους Δαμουλιανάδες), που οριοθετούν τον όρμο των Πετανών. Λένε πως τ’ όνομα το έδωσε στο ακρωτήρι αυτό μια γυναίκα, η Κυρα – Άννα, που την αγκάλιασε για πάντα το κύμα, στην προσπάθεια να σώσει το παιδί της, το οποίο ξεγελάστηκε να αμοληθεί στο πέλαγος. Αντίστοιχα, τα υψώματα – πλαγιές που τοιχίζουν τον όρμο, είναι η πλευρά κάτω από το ερειπωμένο μοναστήρι των Ιερείων ή Γυριά και η απέναντι, η πλαγιά του Φωτεινού.

Μεταξύ της παραλίας των Πετανών και της Αγίας Ελένης, οι βράχοι κατεβαίνουν απότομα και οι αγράμπελες ομοιάζουν σαν μαλλιά ξέπλεκα, που τα ανεμοδέρνει ο μπάτης. Της φύσης αυτή η ζωγραφιά έχει και μια σπηλιά, που φωλιάζουν αγριοπερίστερα και ονοματίζεται από παλιά «η σπηλιά στη Μαγγάνα».

Αντίθετα, στην άλλη πλευρά του όρμου, με την κατάληξη της στεριανής γλώσσας της Κυρα – Άννας, υπάρχει δίπλα της η άλλη μικρή γλώσσα στεριάς, που λέγεται στο Τρυπητό. Παλιά, εκεί υπήρχε μια γεωλογική γλυπτική κατασκευή της φύσης, μια χοάνη, που από πάνω έπεφταν τα παιδιά, για να κάνουν τη βουτιά στη θάλασσα. Για να πεις πως ήξερες μπάνιο, έπρεπε να δοκιμάσεις να ριχτείς από την κορυφή του Τρυπητού. Λίγο πιο κει, μέσα στη θάλασσα, βρίσκεται καλά κρυμμένος μεγάλος βράχος, που λέγεται Τραπεζάκι.

Και πιο μέσα, προς το κοίλο του όρμου, στην ίδια σκιά της πλαγιάς, στη θάλασσα, βρίσκεται ο βράχος του Μαλτέζου, που έκρυβε τις γυναίκες, καθώς βουτούσαν με τις βέστες τους στα δροσερά νερά των Πετανών.

Πριν κατεβείς στην παραλία, μια στροφή πιο πάνω, υπήρχε εδώ και λίγα χρόνια ένα εικονοστάσι, που οι διαβάτες της περιοχής άναβαν το καντήλι. Ήταν παλιά η εκκλησιά της Ανάληψης και το φως της, έστω και αμυδρό, παρηγορούσε τα πλεούμενα, που έβρισκαν απάγκιο, καθώς η θάλασσα ανακατευόταν στα σωθικά της. 

Τα νερά της θάλασσας σε ορισμένα σημεία είναι κρύα, άσχετα από το κλίμα της εποχής και αυτό συμβαίνει, επειδή αναβλύζουν μέσα σε αυτήν πηγές γλυκού νερού. Έτσι εξηγείται και το όνομα των Πετανών, δηλαδή «Πετανοί» ερμηνεύεται ως διαρκής κίνηση νερών.

Το τοπωνύμιο φαίνεται να είναι Ομηρικό και κάποιοι στίχοι από την Οδύσσεια μας δίνουν πληροφορίες για αυτό:

«αιγίβοτος δ’ αγαθή και βούβοτος έστι μεν ύλη

παντοίη, εν δ’ αρδμοί επηετανοί παρέασι.»

 Οδ. ν 246-247

Καλός τόπος για γίδια και βόδια υπάρχουν σ’ αυτήν

κάθε λογής δένδρα και συνέχεια ποτιστικά αυλάκια.

Αρδμός= Ποτίστρα

Επηετανοί= ο διαρκών έτος, ο άφθονος, επαρκής

Η ονομασία εΠηΕΤΑΝΟΙ έγινε Πετανοί. Δηλαδή, σημαίνει τον τόπο που έχει αφθονία, ιδίως σε νερά αναβλύζοντα. 

 

Είναι αλήθεια, πως όταν σκάψεις με τα χέρια σου στην αμμουδιά των Πετανών, θα βρεις γλυκό νερό. Θα έχει ενδιαφέρον να γίνει μια μελέτη για την πυκνότητα του θαλασσινού νερού στην παραλία αυτή, που σμίγει το αλμυρό νερό της, με το γλυκό του ουρανού και της γης το φιλτραρισμένο.

 

Στα υψώματα των Πετανών υπάρχουν πολλές πηγές νερού, όπως η ιστορική πηγή στις Χάλκες, στον Τυχιά, στα Ιριά ή Γυριά, στο Κεράσι και στην κατηφορική πηγή στο Γιούτι, που οι κάτοικοι των γύρων χωριών την έχουν κάνει πηγάδι.

Πλήθος από παραδόσεις υπάρχουν, που ζώνουν αυτή την πηγή. Οι παλιές γιαγιάδες έλεγαν ότι στο Γιούτι έβγαιναν οι Νεράιδες και έπλεναν τα ρούχα τους. Από τη μνήμη της Ακακίας Βερντουριέρη, σώθηκε το δίστιχο, που έλεγε η Καλλιόπη Μπενάτου (παλιά γυναίκα της περιοχής), για το Γιούτι και τις νεράιδές του, και πρέπει να είναι μέρος από μεγαλύτερο ποίημα: 

 

«…Που ήτανε οι ύληνες, οι πήλινες, οι αλλαμαλακούσες,

τα κρουσταλένια τα βουνά, οι κρυσταλένιοι κάμποι…»

 

Αξίζει να αναφέρουμε ότι στα Γυριά υπήρχε σπουδαίο μοναστήρι, όπου γι’ αυτό αναφέρεται εκτενώς ο Ηλίας Τσιτσέλης, στο έργο του «Κεφαλληνιακά Σύμμικτα», τόμος Β, Αθήνα, 1960 σ. 341-344.

 

Η παράδοση λέει, πως όταν καταστράφηκε το μοναστήρι, η μεγάλη καμπάνα έπεσε στη θάλασσα των Πετανών. Τα ερείπια του μοναστηριού υπάρχουν ακόμη, έως και σήμερα. Το μοναστήρι των Ιερείων ή Γεριών υπήρχε νότια των Πετανών, πάνω στο ύψωμα, σε μεγάλο πλάτωμα, ενώ στα βόρεια και στο ακρινό ύψωμα, που λέγεται του Αγίου Γεωργίου, υπάρχουν ίχνη από Μυκηναϊκό κάστρο και σημεία κατοίκησης.

 

Μέσα σ’ όλα υπάρχει και του λαού ο λόγος, που αποτυπώνεται ως παροιμία και μιλά για τον καιρό, που πολλές φορές ρίχνει πλερέζα το μαύρισμα του φορτωμένου νερού και αέρα σύννεφου.

 

«Όταν αστράψουν τα Γυριά, δεν υπάρχει καμιά παρηγοριά…»

 

Δηλαδή, όταν σκοτεινιάσει από μαύρα σύννεφα η περιοχή, τότε θα φέρει σίγουρα κακοκαιρία. Βλέπεις από εκεί χτυπά -όπως λένε- ο Γαρμπής και φέρνει το νερό.

 

Κεφάλαιο σημαντικό για την περιοχή των Πετανών υπήρξε ο Ξούρας (Παναγής Ευθυμιάτος από την Αγία Θέκλη), που ήταν για χρόνια ο άνθρωπος που διατηρούσε ένα παραδοσιακό μαγαζί εκεί, στην παραλία. Ένα μαγαζί με τσίγκους που έδεναν με το απλό μπετόν και το ψαθί, που κρατούσε τη δροσιά του Ιονίου Πελάγους.

 

Μαγείρευε ψάρι της θάλασσας και ψάρι της στεριάς, έτσι λένε στην Παλική τις αγουροντομάτες κι ό,τι άλλο ήταν δυνατό να βρεθεί στο μαγαζί του, που ήταν κατάλληλο για φαγητό.

 

Ήταν ένας άνθρωπος, που είχε δει πολλά και αποκτούσε εύκολα σχέση με τους πελάτες του. Καλοσυνάτος, αστείος και άλλοτε στοχαστικός, δε δίσταζε να σου χαρίσει την παροιμία, που σαν άγραφος νόμος σε συμβουλεύει.

 

Κάποτε, τον κέντρισαν άσχημα και πήγε καρφωτή, πως είναι το κτίσμα του φούρνου του παράνομο. Αρπάζει τότε ένα σκοινί και κλείνει τη μπασιά του μαγαζιού του και απευθυνόμενος στους παρευρισκόμενους λέει:

 

«Με λυπεί το γεγονός, αλλά πρέπει να φύγετε όλοι»

 

Αυτή η φράση έμεινε στα χείλη όλων ακόμη και σήμερα, όταν τον θυμούνται και τον μνημονεύουν. Μα εάν κανείς -του έκανε- (τον πήγαινε) εκείνη τη στιγμή, του έλεγε .. «Εσύ, Κάτσε».

 

Όταν γυρίζανε οι ψαράδες ή περνούσαν από τους Πετανούς, δεν έλειπε η «κακαβιά». Σε μια λάτα ή ντενεκέ έστρωναν τη θαλασσινή σοδειά τους οι ψαράδες και προσθέτανε νερό, ίσα να σκεπάσουνε τα ψάρια. Αν είχαν και μια-δυο πατάτες και ένα κρεμμύδι, τα έβαζαν κάτω-κάτω και έπειτα τα ψάρια. Στερέωναν στην ακρογιαλιά, πάνω σε τρία βότσαλα, το ντενεκέ και έβραζε, ώσπου το νερό να χαμηλώσει και το ψάρι να ξεφλουδίζεται από το κόκαλο. Έτσι γινότανε η «Κακαβιά», το φαΐ των Πειρατών.

 

Χρόνια τώρα, ξεχάστηκε και αυτό το φαγητό, που νοστίμιζε του ματιού το χόρτασμα και της γεύσης την ικανοποίηση, που χορταίνει τη γαστέρα. Και καμιά φορά τραγουδούσαν, όταν «έπνιγαν» στα χείλη το κρασί, σμίγοντάς το με της αλμύρας το κάψιμο.

 

Ο γερο – Ξούρας ήξερε τα καπρίτσια της θάλασσας των Πετανών. Άλλωστε την ένιωθε την αρμύρα της και την μυρωδάτη αύρα της, καθώς είχαν αποκτήσει δεσμό ερωτικό και συνεταιριστικό. Και ήξεραν και οι δύο, -η θάλασσα των Πετανών και ο γερο – Ξούρας- πως έτσι και αντάριαζε το πέλαγος, το κύμα μάλωνε με το βράχο και κάποιος κινδύνευε να χαθεί μέσα στον άσπρο βυθό, άρπαζε το χονδρό σκοινί ο Ξούρας και ξορκούσε το κακό. Νικούσε την ορμή της θάλασσας και έσωζε την ψυχή…

 

Αναμνήσεις πολλές, από τη μορφή του γερο – Ξούρα. Τα στοιχεία της φύσης που τον κύκλωναν, ήταν η θάλασσα και η γυναίκα. Για τη δεύτερη περίπτωση γινόταν ένας Ζορμπάς, που και το χορό και της σάρκας την ποτισμένη αρμύρα, αντάρευε με χαμόγελο και με πόθου ματιά. Ο Ξούρας άφησε μια εικόνα και μια εποχή για τους Πετανούς και ταυτίστηκε με την αύρα, που χαϊδεύει χρόνια τώρα τα ρείκια και τα βότσαλα της περιοχής των Πετανών.

 

Καθώς περιδιαβαίνεις την παραλία των Πετανών, σήμερα, που οι καιροί έχουν αλλάξει, θα εντοπίσεις τα ίχνη από την φθορά του χρόνου, ένα καρνάγιο. Μα αν προσέξεις και τη θάλασσα στα ρηχά της, κατά εκεί, θα δεις και φλέβες από βράχους, που συνεχίζουν τα δικαιώματά τους μέσα στη θάλασσα. Αν το μάτι ξεφύγει από τις σπηλιές και τη βοή του κύματος και αναρριχηθεί στις πλαγιές, θα δει τα καλαίσθητα σπίτια, που έχουν φυτρώσει και αγκαλιάζουν τον περίγυρο. Μετά του Ξούρα το μαγαζί, ίσα με το κύμα από παλιά κι από τα πρώτα, η βίλα του Στέφανου του Τζουγανάτου, που με τοίχο ψηλό, μοιάζει σαν παραθαλάσσιο κάστρο.

 

Σήμερα το πόστο – μαγαζί της  Μιμήκας Ευθυμιάτου –Πετράτου, κόρης της αλησμόνητης Ερασμίας και εγγονή του Ξούρα, συνεχίζει με την ίδια καλοσύνη και εξυπηρέτηση να αγκαλιάζει τον κάθε επισκέπτη.

 

Τέλος, ας δεχτούμε την εξήγηση που μας κολακεύει όλους μας, ίσως γιατί συμβαίνει, ότι Πετανοί, είναι το μέρος που πετάει ο νους.

 

Κείμενα – Παρουσίαση:

Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός