Η ονομασία εΠηΕΤΑΝΟΙ έγινε Πετανοί. Δηλαδή, σημαίνει τον τόπο που έχει αφθονία, ιδίως σε νερά αναβλύζοντα.
Είναι αλήθεια, πως όταν σκάψεις με τα χέρια σου στην αμμουδιά των Πετανών, θα βρεις γλυκό νερό. Θα έχει ενδιαφέρον να γίνει μια μελέτη για την πυκνότητα του θαλασσινού νερού στην παραλία αυτή, που σμίγει το αλμυρό νερό της, με το γλυκό του ουρανού και της γης το φιλτραρισμένο.
Στα υψώματα των Πετανών υπάρχουν πολλές πηγές νερού, όπως η ιστορική πηγή στις Χάλκες, στον Τυχιά, στα Ιριά ή Γυριά, στο Κεράσι και στην κατηφορική πηγή στο Γιούτι, που οι κάτοικοι των γύρων χωριών την έχουν κάνει πηγάδι.
Πλήθος από παραδόσεις υπάρχουν, που ζώνουν αυτή την πηγή. Οι παλιές γιαγιάδες έλεγαν ότι στο Γιούτι έβγαιναν οι Νεράιδες και έπλεναν τα ρούχα τους. Από τη μνήμη της Ακακίας Βερντουριέρη, σώθηκε το δίστιχο, που έλεγε η Καλλιόπη Μπενάτου (παλιά γυναίκα της περιοχής), για το Γιούτι και τις νεράιδές του, και πρέπει να είναι μέρος από μεγαλύτερο ποίημα:
«…Που ήτανε οι ύληνες, οι πήλινες, οι αλλαμαλακούσες,
τα κρουσταλένια τα βουνά, οι κρυσταλένιοι κάμποι…»
Αξίζει να αναφέρουμε ότι στα Γυριά υπήρχε σπουδαίο μοναστήρι, όπου γι’ αυτό αναφέρεται εκτενώς ο Ηλίας Τσιτσέλης, στο έργο του «Κεφαλληνιακά Σύμμικτα», τόμος Β, Αθήνα, 1960 σ. 341-344.
Η παράδοση λέει, πως όταν καταστράφηκε το μοναστήρι, η μεγάλη καμπάνα έπεσε στη θάλασσα των Πετανών. Τα ερείπια του μοναστηριού υπάρχουν ακόμη, έως και σήμερα. Το μοναστήρι των Ιερείων ή Γεριών υπήρχε νότια των Πετανών, πάνω στο ύψωμα, σε μεγάλο πλάτωμα, ενώ στα βόρεια και στο ακρινό ύψωμα, που λέγεται του Αγίου Γεωργίου, υπάρχουν ίχνη από Μυκηναϊκό κάστρο και σημεία κατοίκησης.
Μέσα σ’ όλα υπάρχει και του λαού ο λόγος, που αποτυπώνεται ως παροιμία και μιλά για τον καιρό, που πολλές φορές ρίχνει πλερέζα το μαύρισμα του φορτωμένου νερού και αέρα σύννεφου.
«Όταν αστράψουν τα Γυριά, δεν υπάρχει καμιά παρηγοριά…»
Δηλαδή, όταν σκοτεινιάσει από μαύρα σύννεφα η περιοχή, τότε θα φέρει σίγουρα κακοκαιρία. Βλέπεις από εκεί χτυπά -όπως λένε- ο Γαρμπής και φέρνει το νερό.
Κεφάλαιο σημαντικό για την περιοχή των Πετανών υπήρξε ο Ξούρας (Παναγής Ευθυμιάτος από την Αγία Θέκλη), που ήταν για χρόνια ο άνθρωπος που διατηρούσε ένα παραδοσιακό μαγαζί εκεί, στην παραλία. Ένα μαγαζί με τσίγκους που έδεναν με το απλό μπετόν και το ψαθί, που κρατούσε τη δροσιά του Ιονίου Πελάγους.
Μαγείρευε ψάρι της θάλασσας και ψάρι της στεριάς, έτσι λένε στην Παλική τις αγουροντομάτες κι ό,τι άλλο ήταν δυνατό να βρεθεί στο μαγαζί του, που ήταν κατάλληλο για φαγητό.
Ήταν ένας άνθρωπος, που είχε δει πολλά και αποκτούσε εύκολα σχέση με τους πελάτες του. Καλοσυνάτος, αστείος και άλλοτε στοχαστικός, δε δίσταζε να σου χαρίσει την παροιμία, που σαν άγραφος νόμος σε συμβουλεύει.
Κάποτε, τον κέντρισαν άσχημα και πήγε καρφωτή, πως είναι το κτίσμα του φούρνου του παράνομο. Αρπάζει τότε ένα σκοινί και κλείνει τη μπασιά του μαγαζιού του και απευθυνόμενος στους παρευρισκόμενους λέει:
«Με λυπεί το γεγονός, αλλά πρέπει να φύγετε όλοι»
Αυτή η φράση έμεινε στα χείλη όλων ακόμη και σήμερα, όταν τον θυμούνται και τον μνημονεύουν. Μα εάν κανείς -του έκανε- (τον πήγαινε) εκείνη τη στιγμή, του έλεγε .. «Εσύ, Κάτσε».
Όταν γυρίζανε οι ψαράδες ή περνούσαν από τους Πετανούς, δεν έλειπε η «κακαβιά». Σε μια λάτα ή ντενεκέ έστρωναν τη θαλασσινή σοδειά τους οι ψαράδες και προσθέτανε νερό, ίσα να σκεπάσουνε τα ψάρια. Αν είχαν και μια-δυο πατάτες και ένα κρεμμύδι, τα έβαζαν κάτω-κάτω και έπειτα τα ψάρια. Στερέωναν στην ακρογιαλιά, πάνω σε τρία βότσαλα, το ντενεκέ και έβραζε, ώσπου το νερό να χαμηλώσει και το ψάρι να ξεφλουδίζεται από το κόκαλο. Έτσι γινότανε η «Κακαβιά», το φαΐ των Πειρατών.
Χρόνια τώρα, ξεχάστηκε και αυτό το φαγητό, που νοστίμιζε του ματιού το χόρτασμα και της γεύσης την ικανοποίηση, που χορταίνει τη γαστέρα. Και καμιά φορά τραγουδούσαν, όταν «έπνιγαν» στα χείλη το κρασί, σμίγοντάς το με της αλμύρας το κάψιμο.
Ο γερο – Ξούρας ήξερε τα καπρίτσια της θάλασσας των Πετανών. Άλλωστε την ένιωθε την αρμύρα της και την μυρωδάτη αύρα της, καθώς είχαν αποκτήσει δεσμό ερωτικό και συνεταιριστικό. Και ήξεραν και οι δύο, -η θάλασσα των Πετανών και ο γερο – Ξούρας- πως έτσι και αντάριαζε το πέλαγος, το κύμα μάλωνε με το βράχο και κάποιος κινδύνευε να χαθεί μέσα στον άσπρο βυθό, άρπαζε το χονδρό σκοινί ο Ξούρας και ξορκούσε το κακό. Νικούσε την ορμή της θάλασσας και έσωζε την ψυχή…
Αναμνήσεις πολλές, από τη μορφή του γερο – Ξούρα. Τα στοιχεία της φύσης που τον κύκλωναν, ήταν η θάλασσα και η γυναίκα. Για τη δεύτερη περίπτωση γινόταν ένας Ζορμπάς, που και το χορό και της σάρκας την ποτισμένη αρμύρα, αντάρευε με χαμόγελο και με πόθου ματιά. Ο Ξούρας άφησε μια εικόνα και μια εποχή για τους Πετανούς και ταυτίστηκε με την αύρα, που χαϊδεύει χρόνια τώρα τα ρείκια και τα βότσαλα της περιοχής των Πετανών.
Καθώς περιδιαβαίνεις την παραλία των Πετανών, σήμερα, που οι καιροί έχουν αλλάξει, θα εντοπίσεις τα ίχνη από την φθορά του χρόνου, ένα καρνάγιο. Μα αν προσέξεις και τη θάλασσα στα ρηχά της, κατά εκεί, θα δεις και φλέβες από βράχους, που συνεχίζουν τα δικαιώματά τους μέσα στη θάλασσα. Αν το μάτι ξεφύγει από τις σπηλιές και τη βοή του κύματος και αναρριχηθεί στις πλαγιές, θα δει τα καλαίσθητα σπίτια, που έχουν φυτρώσει και αγκαλιάζουν τον περίγυρο. Μετά του Ξούρα το μαγαζί, ίσα με το κύμα από παλιά κι από τα πρώτα, η βίλα του Στέφανου του Τζουγανάτου, που με τοίχο ψηλό, μοιάζει σαν παραθαλάσσιο κάστρο.
Σήμερα το πόστο – μαγαζί της Μιμήκας Ευθυμιάτου –Πετράτου, κόρης της αλησμόνητης Ερασμίας και εγγονή του Ξούρα, συνεχίζει με την ίδια καλοσύνη και εξυπηρέτηση να αγκαλιάζει τον κάθε επισκέπτη.
Τέλος, ας δεχτούμε την εξήγηση που μας κολακεύει όλους μας, ίσως γιατί συμβαίνει, ότι Πετανοί, είναι το μέρος που πετάει ο νους.
Κείμενα – Παρουσίαση:
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός